- συγγάλακτος
- συγγάλακτος [γᾰ], ον,=A collactaneus, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγγάλακτος — ον, ΜΑ ομογάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γάλακτος (< γάλα, ακτος), πρβλ. ἀπο γάλακτος] … Dictionary of Greek
συγγάλακτον — συγγάλακτος collactaneus masc/fem acc sg συγγάλακτος collactaneus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγαλάκτου — συγγάλακτος collactaneus masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek